- αρτίχειρ
- ἀρτίχειρ, ο, η (Α)αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο αμφιδέξιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτίχειρ — strong of hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίχειρα — ἀρτίχειρ strong of hand masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίχειρες — ἀρτίχειρ strong of hand masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
ἁρτίχειρες — ἀρτίχειρες , ἀρτίχειρ strong of hand masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)